καλα ταξιδια και ειδικα αυτη την εποχη να γνωρισουμε την Πατριδα μας *

online διαδρομες, ταξιδια, περιηγησεις, οδοιπορικα απο τα αρχαια χρονια μεχρι τις μερες μας...με περιηγητη τον Πάνο Σ. Αϊβαλή
Η Φωτό Μου
......................................γυρίζουμε και γνωρίζουμε την πανέμορφη Ελλάδα για να μένουν και τα ευρώ στη Ελλάδα ...
...........................................................Ενθετο περιοδικό της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα" *
email επικοινωνιας: kepeme@gmail.com

~~

~~
....με βάρκα την ελπίδα για μακρινά ταξίδια

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Στην Κούβα όλοι διαβάζουν με τις ώρες εφημερίδες και βιβλία.


H υποχρεωτική δωρεάν παιδεία και εκπαίδευση έχει περιορίσει σημαντικά τον αναλφαβητισμό στην Κούβα. Όλοι διαβάζουν με τις ώρες εφημερίδες και βιβλία.



Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΙΡΑΝΑ Του Κώστα Ζυρίνη

   ΑΛΒΑΝΙΑ  2ο   

Ρ

Ραδιοφωνικές μνήμες της δεκαετίας του ΄70. «Εμπρός της Γης οι κολασμένοι, της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός …» Κι αμέσως μετά, η ίδια πάντα στιβαρή γυναικεία φωνή: «Εδώ Τίρανα. Ακούτε την ελληνική εκπομπή του σταθμού μας. Ακολουθούν οι ειδήσεις από τη Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας και τον υπόλοιπο κόσμο. Σήμερα το πρωί ο σύντροφος Ενβέρ Χότζα επισκέφτηκε μια αγροτική μονάδα και …». Πώς μου ήρθε τώρα αυτό, σαράντα χρόνια μετά, σουλατσάροντας στο κέντρο των Τιράνων;


Του Κώστα Ζυρίνη (*)

Το ταξίδι στην Αλβανία πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Οκτώβρη-Νοέμβρη 2014


Αναχωρούμε από το Αργυρόκαστρο, μετά από ένα πολύ γερό πρωινό στο “Οτέλ Κοτόνι”, και οδεύουμε προς Τεπελένι.
Το Τεπελένι του τραγουδιού και της ιστορικής εφόδου για να απωθήσουμε, οι πρόγονοί μας εννοώ, τα στρατά του Μουσολίνι το 'Σαράντα...

Το Τεπελένι απέχει από το Αργυρόκαστρο γύρω στα τριανταπέντε χιλιόμετρα.

Θα σταθούμε, ίσα για μία φωτογραφία  του ξαπλωτού Αλή Πασά. Του αγάλματός του, δηλαδή. Εντυπωσιακό οφείλω να πω.


Δίπλα ακριβώς από το άγαλμα εδράζεται, ένα πολύ συμπαθητικό καφέ, με μπαλκονάκι πάνω από το ποτάμι. Σιγά μη χάσουμε την ευκαιρία. Πάμε για έναν ακόμη εσπρέσο.
Μετά από τα εσπρέσο (εβδομήντα λεπτά του ευρώ και τα δύο, θα το λέω συνέχεια), ξαναμπαίνουμε στην κεντρική οδική αρτηρία. Πολύ καλή μέχρι το Φέρι.
Σε πρώτη ματιά το Φέρι είναι μια απολύτως αδιάφορη βιομηχανική πόλη. Θα στρίψουμε δεξιά, ανατολικά, για να πάρουμε έναν δευτερεύοντα  δρόμο ο οποίος, κατά τον χάρτη, οδηγεί στο σημερινό μας στόχο, το Μπεράτι.

Εδώ όμως τελειώνει και το ξεκούραστο κομμάτι του οδικού ταξιδιού.

Μέχρι το Μπεράτι, ο επιλεγόμενος «δρόμος» είναι μια ξεχαρβαλωμένη άσφαλτος που δύσκολα θα βγάζαμε χωρίς το ηρωικό τέσσερα επί τέσσερα εικοσιπεντάχρονο Σαμουράι μας.
Απορώ πώς την διατρέχουν οι Αλβανοί με συμβατικά αυτοκίνητα.

Μάλλον τα διαλύουν.


Και μιας και λέμε για αυτοκίνητα, υπόψη ότι το “εθνικό” όχημα της Αλβανίας είναι η μερσεντές. Μιλάμε για κανονική λατρεία, αντίστοιχη με αυτή των νεοελλήνων προς τις μπεεμβε. Δεν το πιστεύεις, ε; Κι όμως...

Ολόκληρη η Αλβανία είναι μια κινούμενη υπαίθρια έκθεση με τα άπαντα της μερσεντές. Από γερασμένα, σχεδόν ρετρό μοντέλα, μέχρι τις τελευταίες απαστράπτουσες δημιουργίες της εν λόγω γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Γούστα είναι αυτά …

ΜΠΕΡΑΤΙ
 Η είσοδος στο Μπεράτι είναι σαν κακοχρονονάχει.

Λες για να κάνει εντονότερο το σοκ της ομορφιάς όταν σου αποκαλύπτεται απότομα η παλιά πόλη.

Ο ποταμός Οσούμι χωρίζει το Μανγκαλέμ, την σημαντικότερη μουσουλμανική συνοικία του παλιού Μπεράτι, από την Γκορίτσα ακριβώς απέναντι, όπου συγκεντρώθηκε παλιότερα το χριστιανικό στοιχείο.


Πρώτη μας δουλειά, η εύρεση καταλύματος. Αυτό που τελικά επιλέγουμε, το έχει ένας Αλβανός που μιλάει καλούτσικα την ελληνική.

Έχει σπουδάσει, λέει, μηχανικός αυτοκινήτων στη Θεσσαλονίκη αλλά το πτυχίο δεν του χρειάστηκε ποτέ γιατί αυτό που τελικά μετράει είναι το “ή είσαι μάστορης ή δεν είσαι”.

“Τον ξενώνα”, θα μας πει, “τον έχω ανοίξει εδώ και τρεις μήνες”. Πρόκειται για ένα τέλεια αναστηλωμένο πέτρινο αρχοντικό. Με χαγιάτια, με εκπληκτικές στέγες... τι να λέμε τώρα!

Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής όπου περιφέρουμε τώρα τα βήματά μας ανήκανε, λέει, στο ελληνικό φύλο των Δεξάρων.

Η δε σημερινή πόλη καταλαμβάνει τη θέση της παλιάς Αντιπάτρειας με πιθανό ιδρυτή τον Κάσσανδρο, αν και όλοι οι ιστορικοί δεν παίρνουν όρκο γι αυτό.

Συμφωνούν ωστόσο ότι η πτώση της στα χέρια των Ρωμαίων συντελέστηκε το έτος διακόσια πριν τη χρονολογία μας.


Αργότερα η πόλη εντάχτηκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία με την ονομασία Πουλχεριόπολις, η οποία όμως δεν άρεσε στους Βούλγαρους που την κατέλαβαν τον ένατο αιώνα, κι έτσι την μετονόμασαν σε Μπέλγκραντ (δηλαδή Άσπρούπολη).
Όσο για το όνομα Μπεράτι, αυτό της δόθηκε από τους Οθωμανούς στην κυριαρχία των οποίων πέρασε το Χίλια Τετρακόσια Δεκαεπτά. Ονοματολόγιο τέλος. Ουφ!

Περιφερόμαστε για ώρες στα σοκάκια της παλιάς πόλης φωτογραφίζοντας ενθουσιωδώς με ρυθμό πολυβόλου.


Όπως το Αργυρόκαστρο, έτσι και το Μπεράτι άνθισε τους Δέκατο Έβδομο και Δέκατο Όγδοο αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων είκοσι δύο εν δράσει συντεχνίες τεχνιτών – βυρσοδέψες, τσαγκάρηδες, αργυροχόοι, μεταξουργοί και άλλοι – προίκισαν την πόλη με ανεπανάληπτης ομορφιάς αρχοντικά.

Η άνοδος στο Κάστρο είναι μια ψυχοβγαλτική ανωφέρεια. Αν μη τι άλλο, ως τεστ αντοχής, η Ισαβέλλα  μου βάζει άριστα. Κάτι είναι κι αυτό! Αλλά κι αυτή δεν πάει πίσω. Και να κουραστεί, όμως, είναι τόσο πεισματάρα που δεν θα πει κιχ. 

Το Κάστρο έχει την ιδιομορφία ότι κατοικείται ακόμα και σήμερα.

Μετά την πυρπόλησή του από τους Ρωμαίους κατά την κατάληψη της πόλης, τα τείχη του ενισχύθηκαν ή και ξαναχτίστηκαν τρεις φορές τη βυζαντινή περίοδο.

Μέσα στα τείχη του επιβιώνουν κτίρια και εκκλησίες, κυρίως του δέκατου τρίτου αιώνα, ενώ  υπάρχει κι ένα ολόκληρο χωριό με σπίτια, μαγαζιά, σουβενιράδικα, κάποιες ταβέρνες.

Σε μία απ αυτές, όπου θα σταθούμε για αναψυκτικό θα συναντήσουμε κι έναν Έλληνα.   Έρχεται, λέει, αδιαλείπτως στη Αλβανία από το ογδόντα έξι. 

Δεν πολυκαταλάβαμε το γιατί. Μάλλον για μπίζνες πρόκειται.
Έχει μάλιστα αγοράσει και σπίτι στο Μπεράτι γιατί, λέει, του θυμίζει Ελλάδα και, συγκεκριμένα, την Ήπειρο όπως ήταν κάποτε.

Γυρίζουμε στο κατάλυμά μας, όπου, ο ξενοδόχος  μας κερνά  ένα τσίπουρο. Μ' αυτήν την ευκαιρία θα πιάσουμε κουβέντα για να διαπιστώσουμε ότι αντιμετωπίζει την περίοδο του Ενβέρ μ’ έναν, ας πούμε, ιδιόμορφο προσωπικό συγκριτισμό.

Ήταν ή όχι ανελεύθερο το καθεστώς; 

“Ήταν αυταρχικό”, λέει, “αλλά ως προς αυτό καλά έκανε ο Χότζα. Μόνο έτσι κυβερνάς αποτελεσματικά. Αλλού ήταν το πρόβλημα”.




Και πού ήταν το πρόβλημα, εφόσον κατ’ αυτόν η ανελευθερία δεν θεωρείται τέτοιο;

«Στα στρατιωτικά έργα. Του Ενβέρ του είχε κολλήσει ότι θα γίνει ξένη εισβολή και γέμισε την Αλβανία με μπούνκερ και στρατά. Πεταμένα λεφτά.
Και στη διαχείριση της αγροτικής οικονομίας έγιναν λάθη, κακοί υπολογισμοί στην αναπαραγωγή δυνατότητα των ζώων με αποτέλεσμα να σφαχτούν υπερβολικά πολλά στην αρχή και να σημειωθεί έλλειψη κρέατος για ένα μεγάλο διάστημα».

Μα δεν ήταν και λίγα τα θετικά, πάντα σύμφωνα με τον ξενοδόχο.
«Το Μπεράτι, για παράδειγμα είχε αναπτύξει σημαντικά την υφαντουργία κι έκανε εξαγωγές στην Γιουγκοσλαβία, στη Ρουμανία, ακόμα και στην Κούβα.
Μα το πιο σημαντικό είναι ότι επί Χότζα υπήρχε γιατρός για όλους, σχολείο για όλους.
Εγώ, αν μορφώθηκα, το χρωστάω αποκλειστικά  στα σχολεία εκείνης της περιόδου. Σήμερα δεν υπάρχει παιδεία στη χώρα. Είναι όλα διαλυμένα…».




ΤΙΡΑΝΑ
Ραδιοφωνικές μνήμες της δεκαετίας του ΄70.

Πρώτα η υπόκρουση της Διεθνούς: Εμπρός της Γης οι κολασμένοι, της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός …

Κι αμέσως μετά, η ίδια πάντα στιβαρή γυναικεία φωνή:

«Εδώ Τίρανα. Ακούτε την ελληνική εκπομπή του σταθμού μας.

Ακολουθούν οι ειδήσεις από τη Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας και τον υπόλοιπο κόσμο. Σήμερα το πρωί ο σύντροφος Ενβέρ Χότζα επισκέφτηκε μια αγροτική μονάδα και το εργοστάσιο υφαντουργίας…».
Πώς μου ήρθε τώρα αυτό;
 


Έχουμε φτάσει στα Τίρανα. Μετά από μια μάλλον εύκολη διαδρομή από το Μπεράτι, έχουμε καταλύσει σ' ένα ξενοδοχείο ονόματι “Βίλα ε Άρτε”, στις παρυφές της πλατείας Σκεντερμπέη, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης.

Η κοπελίτσα της ρεσεψιόν μιλά άψογα τα ελληνικά αφού έχει ζήσει όλη της τη ζωή στην Ελλάδα κι έχει γυρίσει πρόσφατα, αρραβωνιασμένη με τον Αλβανό της καρδιάς της που γνώρισε στη Σαντορίνη.




Πίνουμε επί τόπου τον πρώτο μας καφέ στην αυλή του ξενοδοχείου, για να ξεχυθούμε στη συνέχεια να γνωρίσουμε την πρωτεύουσα του Ενβερ, του πάλαι ποτέ “παραδείγματος και θάρρους” του σοσιαλισμού. 


Η πλατεία Σκεντερμπέη συγκεντρώνει πολλά από τα αξιοθέατα των Τιράνων. Και πρώτα απ’ όλα το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το οποίο όμως μας έλαχε κλειστό λόγω εργασιών ανακαίνισης.Ας είναι. Φωτογραφίζω τουλάχιστον το πατριωτικό ψηφιδωτό πάνω από την κεντρική είσοδο, να ’χω να θυμάμαι.

Από την άλλη πλευρά της πλατείας το “Τίρανα Ιντερνάσιοναλ Οτέλ” καμαρώνει ως το “χάι” ξενοδοχείο της πόλης.

Χτίστηκε το 1979 στο ανάλογο αρχιτεκτονικό ύφος της εποχής, έχοντας στο μεταξύ περάσει όλα τα αναγκαία λίφτινγκ ώστε να λάβει τελικά το πολυπόθητο τετράστερο παράσημο-διαβατήριο για μια διεθνή καριέρα.  




Λίγο πιο πέρα, το σταλινικών προδιαγραφών κτήριο της Όπερας
Ωραίο δεν το λες, ούτε όμως κι άσχημο.
Κι άμα σου πω ότι μέχρι το 1953 που οικοδομήθηκε δεν υπήρχε στην Αλβανία στέγη για τις τέχνες ούτε για δείγμα, μπορεί τελικά να το δεις ακόμα και με συμπάθεια.
Το έφιππο άγαλμα του Σκεντερμπέη στο κέντρο της πλατείας, το οποίο αντικατέστησε ένα όρθιο του Στάλιν που έστεκε παλαιότερα στην ίδια ακριβώς θέση, αποτελεί, εννοείται, βασική ατραξιόν.

Με πρώτους και καλύτερους «φαν» τους Αλβανούς της επαρχίας που φωτογραφίζουν ο ένας τον άλλον κάτω από το άγαλμα του εθνικού τους ήρωα.
- Γουερ αρ γιου φρομ;
- Από την Ελλάδα.
- Ω, Έλληνες! Καλώς ήρτατε Αλμπανία! Κι εγκώ ντουλέψει παλιά Ηγκουμενίτσα. Τώρα όμως με κρίση φινίτο.

Είναι τρεις νεαροί παρέα, όλοι από το Τεπελένι κι έχουν έρθει στα Τίρανα για πρώτη φορά στη ζωή τους.

- Εσύ βγκάλει φωτό τρεις μαζί με κινητό μου; 
- Να σας βγάλω. Γιατί όχι;
Και η κυριούλα με τα άσπρα μαλλιά που έχει πιάσει κουβέντα με την Ισαβέλλα θέλει φωτογραφία.
Εφτά χρόνια καθάριζε σκάλες πολυκατοικιών στη Κυψέλη πριν αναγκαστεί κι αυτή να τα βροντήξει για να επιστρέψει στα πάτρια.
«Να’ναι καλά η Ελλάδα, φάγαμε ψωμί εκεί», λέει, «αλλά δυστυχώς τώρα πια …»

Συνεχίζουμε το σουλάτσο.
Στο τζαμί Ετέμ Μπέη.
Στον Πύργο του Ρολογιού.
Στα πέριξ της πλατείας κυβερνητικά κτίρια με την ιταλόστροφη αρχιτεκτονική.
Παντού κόσμος φιλικός, πρόθυμος να βοηθήσει. Ή έστω να προσπαθήσει. 
«Προς τα πού πάμε για τον Λάνα;»
Στην τέταρτη απόπειρα πέσαμε σε ελληνομαθή.




Ήδη οι τρεις προηγούμενοι μας είχαν δείξει την κατεύθυνση, ένας στ’ αγγλικά, ο άλλος στα γερμανικά, και δυο κοπελίτσες στα ιταλικά, εγώ όμως επέμενα χάριν του παιχνιδιού. Αλλά και της στατιστικής.
Εδώ στα Τίρανα, τα ελληνικά είναι σαφώς λιγότερο διαδεδομένα απ’ ο,τι πιο νότια, ωστόσο με λίγη επιμονή πάντα θα βρεις κάποιον να τα μιλάει.
Μα ακόμα πιο αξιοσημείωτη είναι η γενικότερη γλωσσομάθεια των Αλβανών. Μεγάλο σχολείο η μετανάστευση…


 Ο ποταμός Λάνα που διασχίζει τα Τίρανα έχει λιγότερο νερό κι από τον Κηφισό.
Κατά μήκος του συναντάς πολυκατοικίες κάθε είδους και ηλικίας.
Πολλές προσόψεις διατηρούν δε το, έστω και κάπως ξεθωριασμένο, πολύχρωμο λίφτινγκ της εποχής της δημαρχίας του σημερινού Αλβανού πρωθυπουργό Έντι Ράμα.






Ένας αισθητικός αχταρμάς που δεν στερείται όμως φωτογραφικού ενδιαφέροντος.  Ειδικά για εραστές του παράδοξου όπως ο υπογράφων.


Η Γέφυρα των Βυρσοδεψών επιβάλλεται για μια παρατεταμένη στάση. Όχι μόνο γιατί είναι πανέμορφη, αλλά και γιατί έχουμε ξεποδαριαστεί. Νισάφι!

Εγώ διαμαρτυρήθηκα για λίγη ξεκούραση, αλλά εγώ είμαι εκείνος που σηκώνεται πρώτος για να συνεχίσουμε.
Κοιτάζοντας απέναντι, το ένστικτό μου λέει ότι πίσω από την βιτρίνα των, ας πούμε, χαρούμενων και αναβαθμισμένων προσόψεων κρύβεται ένας άλλος κόσμος, λιγότερο ορατός μα και πιο αληθινός, και σκοπεύω ν’ ανακαλύψω αν είναι όντως έτσι.



Είναι όντως έτσι. Έχουμε χωθεί σ’ ένα δαίδαλο από σοκάκια, σε μια φτωχογειτονιά απ’ αυτές που κανένας «καθωσπρέπει» τουρίστας δεν θα πατήσει ποτέ το πόδι του. Ούτε και κανένας «καθωσπρέπει» γενικώς. Άμα έχεις μάθει να φοβάσαι, ταυτίζοντας αυτόματα τη φτώχεια με την εγκληματικότητα, δεν έρχεσαι σε τέτοια μέρη.



Και όμως, σ’ αυτό ακριβώς το παρηκμασμένο σκηνικό των πολυκατοικιών “σοσιαλιστικού” τύπου, σ’ αυτά τα «μπλοκ» της ανέχειας, με την υγρασία στους τοίχους, τα χιλιάδες καλώδια,  το δάσος από δορυφορικές αντένες, και τις άπειρες μπουγάδες είναι που θα συναντήσουμε και τη μεγαλύτερη εγκαρδιότητα.

Που θα εισπράξουμε τα περισσότερα καλωσορίσματα.
Που θ’ ανταλλάξουμε τους πιο ζεστούς χαιρετισμούς.
“Καλημέρα”, “καλησπέρα”, “τι κάνεις;” Δεν υπάρχει άνθρωπος εδώ που να μη γνωρίζει τουλάχιστον αυτές τις ελληνικές εκφράσεις.



Επιστροφή  στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση και ξανά έξοδο κατά τις εφτά για το βασικό γεύμα του εικοσιτετραώρου. Η Ισαβέλλα έχει τσεκάρει, λέει, το σωστό εστιατόριο δέκα λεπτά με τα πόδια από το ξενοδοχείο. Για να δούμε.



Το εν λόγω εστιατόριο στεγάζεται σ’ ένα παλιό αρχοντικό. Βαριά ξύλινα έπιπλα, γκραβούρες στους τοίχους, αριστοκρατικό σε κάθε του λεπτομέρεια και απίστευτα ατμοσφαιρικό. Ρε συ Ισαβέλλα πού ήρθαμε; Θα πληρώσουμε τα κέρατα μας!

Μην ανησυχείς καθόλου, λέει, κι αρχίζει και παραγγέλνει. Κοτόπουλο με κουκουνάρι, ψητά λαχανικά και ταβ κοσί (παραδοσιακό αλβανικό πιάτο με αρνί και γιαούρτι). Το ένα έδεσμα καλύτερο απ’ τ’ άλλο, κι όλα μαζί να σου τρέχουν τα σάλια. Συνοδεία κόκκινου κρασιού, εννοείται. Και με γλυκάκι για κλείσιμο, ευγενική χορηγία του καταστήματος. Κι ο λογαριασμός στο τέλος… δεκατέσσερα ευρώ! Μήπως να πεταγόμαστε από την Αθήνα στα Τίρανα για φαγητό μια-δυο φορές τη βδομάδα;


__________
Στο μέλλον θα υπάρξουν και άλλες αναρτήσεις για την Αλβανία, στη διαδρομή Ελμπασάν-Ωχρίδα-Πρέσπα-Κορυτσά-Πρεμεντή